επανακάμπτω

επανακάμπτω
(AM ἐπανακάμπτω)
1. επανέρχομαι, επιστρέφω, ξαναγυρίζω
2. ξαναφέρνω στο νου πάλι, θυμίζω
μσν.
ξαναγυρίζω στα παλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα-κάμπτω «στρέφω προς τα πίσω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επανακάμπτω — επανακάμπτω, επανέκαμψα βλ. πίν. 11 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐπανακάμπτω — ἐπί ἀνακάμπτω bend convexly pres subj act 1st sg ἐπί ἀνακάμπτω bend convexly pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγέρνω — 1. επιστρέφω, επανακάμπτω 2. κλίνω προς τα κάτω, γέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + γέρνω* (πρβλ. και γιαγέρνω)] …   Dictionary of Greek

  • επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… …   Dictionary of Greek

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • ξαναγυρίζω — (Μ ξαναγυρίζω) 1. επανέρχομαι, επιστρέφω, επανακάμπτω, γυρίζω πάλι 2. δίνω κάτι πίσω για άλλη μία φορά, ξαναφέρνω κάτι πίσω νεοελλ. 1. αλλάζω γνώμη, υπαναχωρώ 2. περιστρέφω κάτι ξανά 3. βάζω ανάποδα, αντιστρέφω («ξαναγύρισε το σεντόνι») μσν. μέσ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”